μπορντούρα

μπορντούρα
η
(λ. γαλλ.), δαντέλα ή κέντημα στην άκρη υφάσματος ή φορέματος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μπορντούρα — και μπολντούρα, η 1. η άκρη, η παρυφή υφάσματος ή φορέματος 2. το κόσμημα, το γαρνίρισμα με το οποίο στολίζεται η παρυφή 3. πυκνή διακοσμητική σειρά χαμηλών φυτών στην άκρη ή στα χωρίσματα τών κήπων. [ΕΤΥΜΟΛ. γαλλ. bordure (< bord βλ. λ.… …   Dictionary of Greek

  • ανθοστοιχία — η σειρά, μπορντούρα ανθοφόρων φυτών ή θάμνων που περιβάλλει τις πρασιές των κήπων, παρτέρι, αλτάνα …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • μπολντούρα — η βλ. μπορντούρα …   Dictionary of Greek

  • μπορ — το 1. η περιφέρεια τού καπέλου που προεξέχει προς τα πλάγια, ο γύρος τού καπέλου 2. (γενικά) περίγραμμα 3. μπορντούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bord < φραγκ. bord «περιφέρεια αγγείου»] …   Dictionary of Greek

  • περιχείλωμα — το, Ν η μπορντούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιχειλώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον Γερ. Μαυρογιάννη] …   Dictionary of Greek

  • περιχείλωση — η, Ν·1. η ύφανση, το ράψιμο ή το κέντημα μπορντούρας γύρω γύρω σε ύφασμα ή ένδυμα 2. η διαμόρφωση χείλους στα άκρα μεταλλικών σκευών ή ελασμάτων με κύρτωσή τους 3. η μπορντούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιχειλώνω. Η λ., στον λόγιο τ. περιχείλωσις,… …   Dictionary of Greek

  • περιχειλώνω — περιχειλῶ, όω, ΝΜΑ περιβάλλω κάτι ολόγυρα με χείλη, με ταινία από διαφορετικό υλικό (α. «περιχειλώνω το τραπεζομάντηλο» προσθέτω στις άκρες τού τραπεζομάντηλου μπορντούρα β. «περιχειλώσας σιδήρῳ, ὡς ἄν μὴ σκεδαννύωνται οἱ λίθοι, Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • τερμιόεις — εσσα, εν, Α 1. αυτός που φθάνει μέχρι τα τέρματα, ώς τα ακρότατα σημεία (α. «ἀσπις τερμιόεσσα» ασπίδα που καλύπτει όλο το σώμα, από το κεφάλι μέχρι τα πόδια, Ομ. Ιλ. β. «χιτὼν τερμιόεις» χιτώνας που σκεπάζει όλο το σώμα, Ομ. Οδ.) 2. (το ουδ.)… …   Dictionary of Greek

  • αχυρανθές — Πολυετές καλλωπιστικό φυτό της οικογένειας των αμαραντιδών, με πολλές ποικιλίες που ξεχωρίζουν μεταξύ τους από το ύψος (20 60 εκ.) και το χρώμα των φύλλων (συνδυασμοί του κόκκινου, πράσινου και κίτρινου). Τα εντυπωσιακά χρώματα του φυλλώματος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”